χαλκόχρους

χαλκόχρους
-ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Α
χαλκόχρωμος
νεοελλ.
φρ. «χαλκόχρους διαβήτης»
ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως τού ήπατος και υπερχρώσεως τού δέρματος, που θυμίζει το χρώμα τού χαλκού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -χρους / -χροος (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σιτό-χρους / -χροος, φοινικό-χρους].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • γαλακτόχρους — ουν (Α γαλακτόχρους, ουν) αυτός που έχει το χρώμα τού γάλακτος, άσπρος σαν το γάλα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γάλα( κτος) + χρους < χροος < χρως «χρώμα» (πρβλ. ερυθρόχρους, χαλκόχρους)] …   Dictionary of Greek

  • χαλκ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στη λ. χαλκός και δηλώνει ότι η λ. έχει σχέση, αναφέρεται στον χαλκό (πρβλ. χαλκο ειδής, χαλκο πώλης), ενώ σπανιότερα χρησιμοποιείται και μεταφορικά με την έννοια τού… …   Dictionary of Greek

  • χαλκόχροια — η, Ν [χαλκόχρους] η ιδιότητα τού χαλκόχρωμου …   Dictionary of Greek

  • έντομα — Ζώα ασπόνδυλα που αποτελούν ομοταξία των αρθροπόδων. Περίπου από το ένα εκατομμύριο ζωικών ειδών, που είναι σήμερα γνωστά και έχουν ταξινομηθεί, γύρω στα 750.000 είναι έ., από τα οποία τα 300.000 είναι κολεόπτερα και τα 150.000 λεπιδόπτερα. Το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”