- χαλκόχρους
- -ουν, ΝΜΑ, και ασυναιρ. τ. χαλκόχροος, -ον, Αχαλκόχρωμοςνεοελλ.φρ. «χαλκόχρους διαβήτης»ιατρ. συνδυασμός βαρέος σακχαρώδους διαβήτη, υπερτροφικής κιρρώσεως τού ήπατος και υπερχρώσεως τού δέρματος, που θυμίζει το χρώμα τού χαλκού.[ΕΤΥΜΟΛ. < χαλκ(ο)-* + -χρους / -χροος (< χρώς* «χρώμα, επιδερμίδα»), πρβλ. σιτό-χρους / -χροος, φοινικό-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.